Σικελικός Εσπερινός

Σικελικός Εσπερινός
Με το όνομα αυτό έμειναν γνωστοί στην ιστορία η επανάσταση και ο πόλεμος που απέσπασαν τη Σικελία από την ανδηγαυική (γαλλική) κυριαρχία και την παρέδωσαν στην αραγωνική (ισπανική). Ενώ ο Κάρολος A’ ο Ανδηγαυικός ετοίμαζε μια εκστρατεία στην Ανατολή, στο Παλέρμο, στις 31 Μαρτίου 1282, την ώρα του εσπερινού, στο χώρο εμπρός από την εκκλησία του Άγιου Πνεύματος, εκδηλώθηκε επανάσταση, που απλώθηκε, σε σύντομο διάστημα, σε όλο το νησί. Την ηγεσία της ανέλαβε ο βασιλιάς Πέτρος Γ’ της Αραγωνίας, που από την Τυνησία, όπου βρισκόταν, αποβιβάστηκε στο Τράπανι και στο Παλέρμο, όπου ανακηρύχτηκε βασιλιάς της Σικελίας. Ο Κάρολος ο Ανδηγαυικός αντέδρασε με μεγάλες δυνάμεις, αλλά ο στόλος του ηττήθηκε κοντά στη Μάλτα (1283) και στον Κόλπο της Νεάπολης (1284). Όταν το 1285 πέθαναν και οι δύο αντίπαλοι, οι διάδοχοι τους συμβιβάστηκαν αλλά ο Φρειδερίκος, αδελφός του Ιάκωβου και αντιβασιλιάς της Σικελίας, εκφράζοντας τα αισθήματα του μεγαλύτερου μέρους του λαού, που φοβόταν αντίποινα σε περίπτωση παλινόρθωσης των Ανδηγαυών, προκάλεσε την αποτυχία των διαπραγματεύσεων και έγινε βασιλιάς της Σικελίας (1296). Έπειτα από συνεχείς πόλεμους συμφωνήθηκε μεταξύ του Φρειδερίκου της Αραγωνίας και του Κάρολου B’ του Ανδηγαυικού η ειρήνη της Καλταμπελλότα (1302) με την οποία η Σικελία παράμεινε υπό το Φρειδερίκο, αλλά έπειτα από το θάνατό του έπρεπε να ξαναγύριζε στους Ανδηγαυούς. Η επιστροφή όμως δεν έγινε ποτέ και η Σικελία παράμεινε επί τετρακόσια χρόνια περίπου υπόδουλη στο ισπανικό βασίλειο της Αραγωνίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σικελικός — ή, ό / σικελικός, ή, όν, ΝΑ [Σικελία / Σικελός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σικελία ή στους Σικελούς (α. «σικελική μαφία» β. «τροφαλίδα τυροῡ Σικελικήν», Αριστοφ.) 2. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από τη Σικελία νεοελλ. φρ. «σικελικός …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Ανδηγαυία — (Anjou). Περιοχή της βορειοδυτικής Γαλλίας, κυρίως πεδινή ή λοφώδης, που τη διαρρέουν από τα Α στα Δ ο Λίγηρας (Λουάρ) και μερικοί παραπόταμοί του, μεταξύ των οποίων και ο Μεν, που σχηματίζεται στα κατάντη του Ανζέ από τη συμβολή του Σαρτ και του …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Κόνραντ — I (Conrad, Τουλούζ 925 – 993). Βασιλιάς της Βουργουνδίας (937 995), γνωστός ως Κ. ο Ειρηνικός. Ανήλθε στον θρόνο μετά τον θάνατο του πατέρα του, Ροδόλφου Β’. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, καταδιώχθηκαν οι ομάδες των Σαρακηνών και των… …   Dictionary of Greek

  • Νάπολη — (Napoli). Πόλη (993.386 κάτ. το 2001) της νότιας Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας και της Καμπανίας. Είναι η τρίτη σε μέγεθος πόλη της χώρας μετά τη Ρώμη και το Μιλάνο, η Ν. αποτελεί τη μεγαλύτερη πόλη του Νότου. Η θέση της είναι… …   Dictionary of Greek

  • Παλαιολόγοι — Αυτοκράτορες της τελευταίας βυζαντινής δυναστείας (1261 – 1453). Η μακρά περίοδος της βασιλείας των Π., που συμπίπτει με την τελευταία φάση –πολύπλοκη και βαθύτατα δραματική– της βυζαντινής ιστορίας, χαρακτηρίζεται από την παρακμή βασικών θεσμών …   Dictionary of Greek

  • Ράνσιμαν — (Runsiman). Οικογένεια Άγγλων ιστορικών και πολιτικών. 1. Γουόλτερ. Πολιτικός (1870 – 1949). Εξελέγη βουλευτής και διετέλεσε υπουργός Παιδείας (1908), Γεωργίας (1911) και Εμπορίου (1914) και από το 1938 μέχρι τον επόμενο χρόνο, πρόεδρος του… …   Dictionary of Greek

  • Σικελία — (Sicilia). Νησί της Ιταλίας, το μεγαλύτερο (25 708 τ. χλμ.) της Μεσογείου, το οποίο χωρίζεται από την ηπειρωτική Ιταλία με το στενό (3 χλμ.) της Μεσσήνης. Έχει πληθυσμό 5 196 724 κατ., πρωτεύουσα το Παλέρμο και διοικητικά αποτελεί, μαζί με τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”